- κρανιολογικός
- -ή, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρανιολογία.επίρρ...κρανιολογικώςαπό κρανιολογική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλ. craniologique < γαλλ. craniologie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -logie (< αρχ. γαλλ. -logie < λατ. -logia < -λογία < -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Χαράλ. Παμπούκη].
Dictionary of Greek. 2013.